- ριγώδης
- -ῶδες, Α [ῥῑγος]1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος2. αυτός που προκαλεί ρίγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥιγώδης — provocative of shivering masc/fem acc pl (attic epic doric) ῥιγώδης provocative of shivering masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ῥιγώδης provocative of shivering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγώδεες — ῥιγώδης provocative of shivering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek